Λογγοβάρδος

Λογγοβάρδος
ο (Μ Λογγοβάρδος και Λογγιβάρδος)
βλ. Λομβαρδός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λομβαρδός — και Λογγοβάρδος, ο, θηλ. Λομβαρδή (Μ Λογγοβάρδος και Λογγιβάρδος) ο κάτοικος τής Λομβαρδίας, περιοχής τής ηπειρωτικής Ιταλίας, ή αυτός που κατάγεται από τη Λομβαρδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Λομβαρδός < μσν. γαλλ. lombard < αρχ. ιταλ. lombardo <… …   Dictionary of Greek

  • Αλβοΐνος — (Alboin, 6oς αι. μ.Χ.). Πρώτος βασιλιάς των Λογγοβαρδών στην Ιταλία. Αφού πρώτα κατέκτησε την Πανονία, έπειτα από μακρόχρονο αγώνα που έληξε με την εκμηδένιση των Γεπιδών και τον φόνο του βασιλιά τους Κουνιμούνδου (του οποίου την κόρη Ροζαμούνδη… …   Dictionary of Greek

  • Αύθαρις — (;–Παβία 590 μ.Χ.). Τρίτος βασιλιάς των Λογγοβαρδών. Το 584 διαδέχτηκε τον πατέρα του Κλήφιν ύστερα από δέκα χρόνια μεσοβασιλείας. Η εκλογή του οφείλεται ίσως στον μεγάλο κίνδυνο που δημιούργησε η επιθετική συμμαχία των Φράγκων με τους… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • εξαρχάτο — Βυζαντινή διοικητική περιφέρεια με επικεφαλής τον έξαρχο, ο οποίος συγκέντρωνε τη στρατιωτική και την πολιτική εξουσία. Τα βυζαντινά ε. ήταν δύο: της Αφρικής, με πρωτεύουσα την Καρχηδόνα ή Καρθαγένη, και της Ιταλίας, με πρωτεύουσα τη Ραβένα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”